- ἀποσταλάξει
- ἀποσταλάζωaor subj act 3rd sg (epic)ἀποσταλάζωfut ind mid 2nd sgἀποσταλάζωfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποσταλάζω — αξα, αγμένος 1. μτβ., κάνω απόσταξη (βλ. αποστάζω 1). 2. αμτβ., πέφτω σταγόνα σταγόνα, σταλάζω: Άφησε τη μυζήθρα ν αποσταλάξει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)